- προδίδωμι
- ΜΑ1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.)2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.)3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι... προδίδοσθαι γραμματείδιόν τι περιέχον ἀναγραφὴν τῶν παρεσκευασμένων», Αθήν.)4. παραδίδω στον εχθρό, στον αντίπαλο («τὸν φυγάδα μὴ προδῷς», Ηρόδ.)5. δεν εκπληρώνω ηθική υποχρέωση που έχω σε κάποιον, εγκαταλείπω κάποιον, συνήθως σε ώρα ανάγκης («οἵ με φίλοι προύδωκαν», Θέογν.)6. αποδεικνύομαι άπιστος, προδότης, προδίδω («ὁρεόντες δὲ τοὺς πολλοὺς τῶν συμμάχων προδιδὸντας», Ηρόδ.)7. καταδίδω, αποκαλύπτω κάποιον ή κάτι («ἀλλὰ γὰρ τὸ δοκοῡν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι», Πλάτ.)8. παραιτούμαι από κάτι («μὴ προδῷ τὰς ἐλπίδας», Αριστοφ.)9. είμαι ανεπαρκής ή άχρηστος («τοῡ πράγματος προδεδωκότος», Ηρόδ.)10. δεν είμαι ικανός να βοηθήσω, να υποστηρίξω («καὶ τὸν ὀφθαλμὸν αὐτῷ προδιδόντα», Δημοσθ.)11. εκλείπω.
Dictionary of Greek. 2013.